- λαγωοφόνος
- λᾰγωοφόνος, ον, poet. for λαγωφόνος, Opp.C.1.154.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγωοφόνος — λαγωοφόνος, ον (Α) βλ. λαγωφόνος … Dictionary of Greek
λαγωοφόνον — λαγωοφόνος masc/fem acc sg λαγωοφόνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγωφόνος — και λαγωοφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + φόνος (< θείνω), πρβλ. θηρο φόνος, καπρο φόνος] … Dictionary of Greek